Translation meaning & definition of the word "regional" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιφερειακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regional
[Περιφερειακή]/riʤənəl/
adjective
1. Characteristic of a region
- "Regional flora"
- synonym:
- regional
1. Χαρακτηριστικό μιας περιοχής
- "Περιφερειακή χλωρίδα"
- συνώνυμο:
- περιφερειακή
2. Related or limited to a particular region
- "A regional dialect"
- synonym:
- regional
2. Σχετίζονται ή περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή
- "Περιφερειακή διάλεκτος"
- συνώνυμο:
- περιφερειακή
Examples of using
These aims are an important part of the regional development strategy.
Οι στόχοι αυτοί αποτελούν σημαντικό μέρος της στρατηγικής περιφερειακής ανάπτυξης.
These projects are part of the regional development program.
Τα έργα αυτά αποτελούν μέρος του προγράμματος περιφερειακής ανάπτυξης.
Do you have any regional dishes?
Έχετε τοπικά πιάτα?