Translation meaning & definition of the word "regiment" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "σύνταγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regiment
[Σύνταγμα]/rɛʤəmənt/
noun
1. Army unit smaller than a division
- synonym:
- regiment
1. Μονάδα στρατού μικρότερη από μεραρχία
- συνώνυμο:
- σύνταγμα
verb
1. Subject to rigid discipline, order, and systematization
- "Regiment one's children"
- synonym:
- regiment
1. Υπόκειται σε άκαμπτη πειθαρχία, τάξη και συστηματοποίηση
- "Τα παιδιά του συντάγματος"
- συνώνυμο:
- σύνταγμα
2. Form (military personnel) into a regiment
- synonym:
- regiment
2. Μορφή (στρατιωτικό προσωπικό) σε σύνταγμα
- συνώνυμο:
- σύνταγμα
3. Assign to a regiment
- "Regiment soldiers"
- synonym:
- regiment
3. Ανάθεση σε σύνταγμα
- "Στρατιώτες του συντάγματος"
- συνώνυμο:
- σύνταγμα