Translation meaning & definition of the word "regimen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρεύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regimen
[Ρετζέιμ]/rɛʤəmən/
noun
1. (medicine) a systematic plan for therapy (often including diet)
- synonym:
- regimen ,
- regime
1. (φάρμακο) ένα συστηματικό σχέδιο για τη θεραπεία (συχνά συμπεριλαμβανομένης της διατροφής)
- συνώνυμο:
- σχήμα ,
- καθεστώς