Translation meaning & definition of the word "regime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθεστώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regime
[Καθεστώς]/rəʒim/
noun
1. The organization that is the governing authority of a political unit
- "The government reduced taxes"
- "The matter was referred to higher authorities"
- synonym:
- government ,
- authorities ,
- regime
1. Η οργάνωση που είναι η κυβερνητική αρχή μιας πολιτικής μονάδας
- "Η κυβέρνηση μείωσε τους φόρους"
- "Το θέμα παραπέμφθηκε στις ανώτερες αρχές"
- συνώνυμο:
- κυβέρνηση ,
- αρχές ,
- καθεστώς
2. (medicine) a systematic plan for therapy (often including diet)
- synonym:
- regimen ,
- regime
2. (φάρμακο) ένα συστηματικό σχέδιο για τη θεραπεία (συχνά συμπεριλαμβανομένης της διατροφής)
- συνώνυμο:
- σχήμα ,
- καθεστώς