Translation meaning & definition of the word "regent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πρόσωπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regent
[Αντιβασιλέας]/riʤənt/
noun
1. Members of a governing board
- synonym:
- regent ,
- trustee
1. Μέλη διοικητικού συμβουλίου
- συνώνυμο:
- αντιβασιλέας ,
- επιμελητήσ
2. Someone who rules during the absence or incapacity or minority of the country's monarch
- synonym:
- regent
2. Κάποιος που κυβερνά κατά τη διάρκεια της απουσίας ή της ανικανότητας ή της μειονότητας του μονάρχη της χώρας
- συνώνυμο:
- αντιβασιλέας
adjective
1. Acting or functioning as a regent or ruler
- "Prince-regent"
- synonym:
- regent(ip)
1. Ενεργώντας ή λειτουργώντας ως αντιβασιλέας ή κυβερνήτης
- "Πρίγκιπας-επαρχία"
- συνώνυμο:
- ρετσιν()<TAG1>