Translation meaning & definition of the word "regale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regale
[Αναπαλαιώνω]/rɪgel/
verb
1. Provide with choice or abundant food or drink
- "Don't worry about the expensive wine--i'm treating"
- "She treated her houseguests with good food every night"
- synonym:
- regale ,
- treat
1. Παρέχετε την επιλογή ή το άφθονο φαγητό ή ποτό
- "Μην ανησυχείτε για το ακριβό κρασί - αντιμετωπίζω"
- "Αντιμετώπιζε τους οικιακούς της φύλακες με καλό φαγητό κάθε βράδυ"
- συνώνυμο:
- βασιλεύω ,
- αποτελώ