Translation meaning & definition of the word "regal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλασικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regal
[Ρετζέλ]/rigəl/
adjective
1. Belonging to or befitting a supreme ruler
- "Golden age of imperial splendor"
- "Purple tyrant"
- "Regal attire"
- "Treated with royal acclaim"
- "The royal carriage of a stag's head"
- synonym:
- imperial ,
- majestic ,
- purple ,
- regal ,
- royal
1. Ανήκει ή τοποθετεί έναν ανώτατο ηγέτη
- "Χρυσή εποχή αυτοκρατορικής λαμπρότητας"
- "Μοβ τύραννος"
- "Πρακτική ενδυμασία"
- "Αντιμετωπίστηκε με βασιλική αναγνώριση"
- "Η βασιλική μεταφορά του κεφαλιού ενός αστεριού"
- συνώνυμο:
- αυτοκρατορικός ,
- μεγαλοπρεπής ,
- μωβ ,
- βασιλικόσ