Translation meaning & definition of the word "regain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regain
[Ξαναβρίσκω]/rɪgen/
verb
1. Get or find back
- Recover the use of
- "She regained control of herself"
- "She found her voice and replied quickly"
- synonym:
- recover ,
- retrieve ,
- find ,
- regain
1. Πάρτε ή βρείτε πίσω
- Ανακτήστε τη χρήση του
- "Ανέκτησε τον έλεγχο του εαυτού της"
- "Βρήκε τη φωνή της και απάντησε γρήγορα"
- συνώνυμο:
- ανακτώ ,
- βρίσκω
2. Come upon after searching
- Find the location of something that was missed or lost
- "Did you find your glasses?"
- "I cannot find my gloves!"
- synonym:
- find ,
- regain
2. Ελάτε μετά την αναζήτηση
- Βρείτε την τοποθεσία κάτι που χάθηκε ή χάθηκε
- "Βρήκες τα γυαλιά σου?"
- "Δεν μπορώ να βρω τα γάντια μου!"
- συνώνυμο:
- βρίσκω ,
- ανακτώ