Translation meaning & definition of the word "refusal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άρνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Refusal
[Άρνηση]/rəfjuzəl/
noun
1. The act of refusing
- synonym:
- refusal
1. Η πράξη της άρνησης
- συνώνυμο:
- άρνηση
2. A message refusing to accept something that is offered
- synonym:
- refusal
2. Ένα μήνυμα που αρνείται να δεχτεί κάτι που προσφέρεται
- συνώνυμο:
- άρνηση
Examples of using
What was the real reason for Tom's refusal?
Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος για την άρνηση του Τομ?
My refusal to explain exempts me from the poll.
Η άρνησή μου να εξηγήσω με εξαιρεί από τη δημοσκόπηση.
I was as surprised by Tom's refusal as you were.
Ήμουν τόσο έκπληκτος από την άρνηση του Τομ όσο κι εσείς.