Translation meaning & definition of the word "refuge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσφυγας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Refuge
[Καταφύγιο]/rɛfjuʤ/
noun
1. A safe place
- "He ran to safety"
- synonym:
- safety ,
- refuge
1. Ένα ασφαλές μέρος
- "Έτρεξε προς την ασφάλεια"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- καταφύγιο
2. Something or someone turned to for assistance or security
- "His only recourse was the police"
- "Took refuge in lying"
- synonym:
- recourse ,
- refuge ,
- resort
2. Κάτι ή κάποιος στράφηκε για βοήθεια ή ασφάλεια
- "Η μόνη προσφυγή του ήταν η αστυνομία"
- "Βρήκα καταφύγιο στο ψέμα"
- συνώνυμο:
- προσφυγή ,
- καταφύγιο ,
- θέρετρο
3. A shelter from danger or hardship
- synonym:
- refuge ,
- sanctuary ,
- asylum
3. Ένα καταφύγιο από κίνδυνο ή δυσκολίες
- συνώνυμο:
- καταφύγιο ,
- ιερό ,
- άσυλο
4. Act of turning to for assistance
- "Have recourse to the courts"
- "An appeal to his uncle was his last resort"
- synonym:
- recourse ,
- resort ,
- refuge
4. Πράξη στροφής για βοήθεια
- "Προσφύγετε στα δικαστήρια"
- "Μια έκκληση προς τον θείο του ήταν η τελευταία του λύση"
- συνώνυμο:
- προσφυγή ,
- θέρετρο ,
- καταφύγιο
Examples of using
Patriotism is the last refuge of a scoundrel.
Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός κακοποιού.
We took refuge behind a big tree.
Καταφύγαμε πίσω από ένα μεγάλο δέντρο.