Translation meaning & definition of the word "refreshment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναψυκτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Refreshment
[Αναψυκτικό]/rəfrɛʃmənt/
noun
1. Snacks and drinks served as a light meal
- synonym:
- refreshment
1. Σνακ και ποτά που σερβίρονται ως ελαφρύ γεύμα
- συνώνυμο:
- αναψυκτικό
2. Activity that refreshes and recreates
- Activity that renews your health and spirits by enjoyment and relaxation
- "Time for rest and refreshment by the pool"
- "Days of joyous recreation with his friends"
- synonym:
- refreshment ,
- recreation
2. Δραστηριότητα που ανανεώνει και αναδημιουργεί
- Δραστηριότητα που ανανεώνει την υγεία και τα πνεύματά σας με απόλαυση και χαλάρωση
- "Χρόνος για ξεκούραση και αναψυκτικό δίπλα στην πισίνα"
- "Ημέρες χαρούμενης αναψυχής με τους φίλους του"
- συνώνυμο:
- αναψυκτικό ,
- αναψυχή