Translation meaning & definition of the word "refresher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Refresher
[Αναψυκτικό]/rɪfrɛʃər/
noun
1. A fee (in addition to that marked on the brief) paid to counsel in a case that lasts more than one day
- synonym:
- refresher
1. Ένα τέλος (επιπλέον εκείνου που σημειώνεται στο σύντομο) καταβάλλεται για να συμβουλεύσει σε μια υπόθεση που διαρκεί περισσότερο α
- συνώνυμο:
- ανανεωτήσ
2. A drink that refreshes
- "He stopped at the bar for a quick refresher"
- synonym:
- refresher
2. Ένα ποτό που ανανεώνεται
- "Σταμάτησε στο μπαρ για μια γρήγορη ανανέωση"
- συνώνυμο:
- ανανεωτήσ
3. A course that reviews and updates a topic for those who have not kept abreast of developments
- synonym:
- refresher course ,
- refresher
3. Ένα μάθημα που επανεξετάζει και ενημερώνει ένα θέμα για όσους δεν έχουν τηρήσει τις εξελίξεις
- συνώνυμο:
- πορεία ανανέωσης ,
- ανανεωτήσ