Translation meaning & definition of the word "reformer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατροπέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reformer
[Μεταρρυθμιστήσ]/rɪfɔrmər/
noun
1. A disputant who advocates reform
- synonym:
- reformer ,
- reformist ,
- crusader ,
- social reformer ,
- meliorist
1. Ένας αμφισβητίας που υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση
- συνώνυμο:
- μεταρρυθμιστήσ ,
- ρεφορμιστική ,
- σταυροφόροσ ,
- κοινωνικός μεταρρυθμιστής ,
- μελιγογράφοσ
2. An apparatus that reforms the molecular structure of hydrocarbons to produce richer fuel
- "A catalytic reformer"
- synonym:
- reformer
2. Μια συσκευή που μεταρρυθμίζει τη μοριακή δομή των υδρογονανθράκων ώστε να παράγει πλουσιότερα καύσιμα
- "Καταλυτικός μεταρρυθμιστής"
- συνώνυμο:
- μεταρρυθμιστήσ