Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "reformed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατράπηκε" σε ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Reformed

[Μεταρρυθμισμένος]
/rɪfɔrmd/

adjective

1. Of or relating to the body of protestant christianity arising during the reformation

  • Used of some protestant churches especially calvinist as distinct from lutheran
  • "Dutch reformed theology"
    synonym:
  • Reformed

1. Από ή σχετίζονται με το σώμα του προτεσταντικού χριστιανισμού που προκύπτει κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης

  • Χρησιμοποιείται από ορισμένες προτεσταντικές εκκλησίες, ιδιαίτερα από τους καλβινιστές, ως διακριτές από τους λουθηρανούς
  • "Ολλανδική μεταρρυθμισμένη θεολογία"
    συνώνυμο:
  • Μεταρρυθμισμένος

2. Caused to abandon an evil manner of living and follow a good one

  • "A reformed drunkard"
    synonym:
  • reformed

2. Εγκατέλειψε έναν κακό τρόπο ζωής και ακολούθησε έναν καλό

  • "Μεταρρυθμισμένος μεθυσμένος"
    συνώνυμο:
  • μεταρρυθμιστεί

Examples of using

Capitalism can't be reformed.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί.