Translation meaning & definition of the word "reflux" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναδιατύπωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reflux
[Επαναπληθυσμιακή]/rifləks/
noun
1. An abnormal backward flow of body fluids
- synonym:
- reflux
1. Μια ανώμαλη ροή προς τα πίσω των υγρών του σώματος
- συνώνυμο:
- παλινδρόμηση
2. The outward flow of the tide
- synonym:
- ebb ,
- reflux
2. Η εξωτερική ροή της παλίρροιας
- συνώνυμο:
- εμπ ,
- παλινδρόμηση