Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "reflexive" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντανακλαστική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Reflexive

[Αντανακλαστικόσ]
/rəflɛksɪv/

noun

1. A personal pronoun compounded with -self to show the agent's action affects the agent

    synonym:
  • reflexive pronoun
  • ,
  • reflexive

1. Μια προσωπική αντωνυμία συνδυάζεται με τον εαυτό της για να δείξει τη δράση του πράκτορα επηρεάζει τον πράκτορα

    συνώνυμο:
  • αντανακλαστική αντωνυμία
  • ,
  • αντανακλαστικόσ

adjective

1. Without volition or conscious control

  • "The automatic shrinking of the pupils of the eye in strong light"
  • "A reflex knee jerk"
  • "Sneezing is reflexive"
    synonym:
  • automatic
  • ,
  • reflex(a)
  • ,
  • reflexive

1. Χωρίς βούληση ή συνειδητό έλεγχο

  • "Η αυτόματη συρρίκνωση των μαθητών του ματιού σε ισχυρό φως"
  • "Ένα αντανακλαστικό γόνατο"
  • "Το φτέρνισμα είναι αντανακλαστικό"
    συνώνυμο:
  • αυτόματος
  • ,
  • Ρεφλεξ()
  • ,
  • αντανακλαστικόσ

2. Referring back to itself

    synonym:
  • reflexive
  • ,
  • self-referent

2. Αναφερόμενος στον εαυτό του

    συνώνυμο:
  • αντανακλαστικόσ
  • ,
  • αυτοαναφερόμενος