Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "reflect" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντανάκλαση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Reflect

[Αντανακλώ]
/rɪflɛkt/

verb

1. Manifest or bring back

  • "This action reflects his true beliefs"
    synonym:
  • reflect

1. Εκδηλώστε ή επαναφέρετε

  • "Αυτή η ενέργεια αντικατοπτρίζει τις αληθινές πεποιθήσεις του"
    συνώνυμο:
  • αντανακλώ

2. Reflect deeply on a subject

  • "I mulled over the events of the afternoon"
  • "Philosophers have speculated on the question of god for thousands of years"
  • "The scientist must stop to observe and start to excogitate"
    synonym:
  • chew over
  • ,
  • think over
  • ,
  • meditate
  • ,
  • ponder
  • ,
  • excogitate
  • ,
  • contemplate
  • ,
  • muse
  • ,
  • reflect
  • ,
  • mull
  • ,
  • mull over
  • ,
  • ruminate
  • ,
  • speculate

2. Αναλογιστείτε βαθιά σε ένα θέμα

  • "Συγκλονίστηκα για τα γεγονότα του απογεύματος"
  • "Οι φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα του θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια"
  • "Ο επιστήμονας πρέπει να σταματήσει να παρατηρεί και να αρχίσει να αποσπά"
    συνώνυμο:
  • μασάω
  • ,
  • σκεφτείτε
  • ,
  • διαλογίζομαι
  • ,
  • αναλογιστήσ
  • ,
  • αποσπώ
  • ,
  • αναλογίζομαι
  • ,
  • μούσα
  • ,
  • αντανακλώ
  • ,
  • τραβώ
  • ,
  • τραβώ πάνω
  • ,
  • μηρυκαστικόσ
  • ,
  • εικασία

3. To throw or bend back (from a surface)

  • "Sound is reflected well in this auditorium"
    synonym:
  • reflect
  • ,
  • reverberate

3. Για να ρίξει ή να λυγίσει πίσω (από μια επιφάνεια)

  • "Ο ήχος αντανακλάται καλά σε αυτό το αμφιθέατρο"
    συνώνυμο:
  • αντανακλώ
  • ,
  • αντηχείο

4. Be bright by reflecting or casting light

  • "Drive carefully--the wet road reflects"
    synonym:
  • reflect
  • ,
  • shine

4. Να είστε φωτεινοί αντανακλώντας ή ρίχνοντας φως

  • "Η οδήγηση προσεκτικά-ο υγρός δρόμος αντανακλά"
    συνώνυμο:
  • αντανακλώ
  • ,
  • λάμψη

5. Show an image of

  • "Her sunglasses reflected his image"
    synonym:
  • reflect

5. Δείχνω μια εικόνα

  • "Τα γυαλιά ηλίου της αντανακλούσαν την εικόνα του"
    συνώνυμο:
  • αντανακλώ

6. Give evidence of a certain behavior

  • "His lack of interest in the project reflects badly on him"
    synonym:
  • reflect

6. Αποδείξεις μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς

  • "Η έλλειψη ενδιαφέροντος για το έργο αντανακλά άσχημα πάνω του"
    συνώνυμο:
  • αντανακλώ

7. Give evidence of the quality of

  • "The mess in his dorm room reflects on the student"
    synonym:
  • reflect

7. Αποδεικνύει την ποιότητα των

  • "Το χάος στο δωμάτιο του κοιτώνα του αντανακλά το μαθητή"
    συνώνυμο:
  • αντανακλώ

Examples of using

It's time to reflect on your past.
Ήρθε η ώρα να σκεφτείτε το παρελθόν σας.
This decision will reflect on his future career.
Η απόφαση αυτή θα αναλογιστεί τη μελλοντική του καριέρα.