Translation meaning & definition of the word "refit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταπόκριση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Refit
[Επανατοποθετώ]/rifɪt/
noun
1. Outfitting a ship again (by repairing or replacing parts)
- synonym:
- refit
1. Ξεπλένοντας ένα πλοίο και πάλι (με επισκευή ή αντικατάσταση εξαρτημάτων)
- συνώνυμο:
- επανατοποθετώ
verb
1. Fit out again
- synonym:
- refit
1. Ταιριάζω ξανά
- συνώνυμο:
- επανατοποθετώ