Translation meaning & definition of the word "refined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξευγενισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Refined
[Εξευγενισμένη]/rəfaɪnd/
adjective
1. (used of persons and their behavior) cultivated and genteel
- "She was delicate and refined and unused to hardship"
- "Refined people with refined taste"
- synonym:
- refined
1. (χρησιμοποιείται για τα πρόσωπα και τη συμπεριφορά τους) καλλιεργείται και ευγενής
- "Ήταν ευαίσθητη και εκλεπτυσμένη και αχρησιμοποίητη στις δυσκολίες"
- "Εξευγενισμένα άτομα με εκλεπτυσμένη γεύση"
- συνώνυμο:
- εξευγενισμένη
2. Freed from impurities by processing
- "Refined sugar"
- "Refined oil"
- "To gild refined gold"- shakespeare
- synonym:
- refined ,
- processed
2. Απελευθερωμένος από τις ακαθαρσίες με την επεξεργασία
- "Επεξεργασμένη ζάχαρη"
- "Εξευγενισμένο λάδι"
- "Για να επιχρυσωθεί ο εξευγενισμένος χρυσός"- σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- εξευγενισμένη ,
- επεξεργασμένος
3. Showing a high degree of refinement and the assurance that comes from wide social experience
- "His polished manner"
- "Maintained an urbane tone in his letters"
- synonym:
- polished ,
- refined ,
- svelte ,
- urbane
3. Δείχνοντας έναν υψηλό βαθμό φινέτσας και τη διαβεβαίωση που προέρχεται από την ευρεία κοινωνική εμπειρία
- "Ο γυαλισμένος τρόπος"
- "Διατήρησε έναν τόνο στα γράμματά του"
- συνώνυμο:
- γυαλισμένος ,
- εξευγενισμένη ,
- σβέλτο ,
- ουρμπάνε
4. Suggesting taste, ease, and wealth
- synonym:
- elegant ,
- graceful ,
- refined
4. Προτείνοντας γεύση, ευκολία και πλούτο
- συνώνυμο:
- κομψός ,
- χαριτωμένος ,
- εξευγενισμένη
5. Free from what is tawdry or unbecoming
- "A neat style"
- "A neat set of rules"
- "She hated to have her neat plans upset"
- synonym:
- neat ,
- refined ,
- tasteful
5. Απαλλαγμένο από αυτό που είναι απαίσιο ή ανερχόμενο
- "Ένα τακτοποιημένο στυλ"
- "Ένα τακτοποιημένο σύνολο κανόνων"
- "Απεχθανόταν να αναστατώσει τα τακτοποιημένα σχέδιά της"
- συνώνυμο:
- τακτοποιημένος ,
- εξευγενισμένη ,
- καλαίσθητοσ
Examples of using
Crude oil is refined at this plant.
Το ακατέργαστο πετρέλαιο εξευγενίζεται σε αυτό το φυτό.
She's elegant and refined.
Είναι κομψή και εκλεπτυσμένη.