Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "referral" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπομπή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Referral

[Παραπομπή]
/rɪfərəl/

noun

1. A person whose case has been referred to a specialist or professional group

  • "The patient is a referral from dr. bones"
    synonym:
  • referral

1. Ένα άτομο του οποίου η περίπτωση έχει παραπεμφθεί σε ειδικό ή επαγγελματική ομάδα

  • "Ο ασθενής είναι μια παραπομπή από τον δρ. οστά"
    συνώνυμο:
  • παραπομπή

2. A recommendation to consult the (professional) person or group to whom one has been referred

  • "The insurance company says that you need a written referral from your physician before seeing a specialist"
    synonym:
  • referral

2. Μια σύσταση για να συμβουλευτείτε το (επαγγελματικό) άτομο ή ομάδα στην οποία έχει αναφερθεί

  • "Η ασφαλιστική εταιρεία λέει ότι χρειάζεστε μια γραπτή παραπομπή από το γιατρό σας πριν δείτε έναν ειδικό"
    συνώνυμο:
  • παραπομπή

3. The act of referring (as forwarding an applicant for employment or referring a matter to an appropriate agency)

    synonym:
  • referral

3. Η πράξη της παραπομπής (ας που διαβιβάζει έναν αιτούντα για απασχόληση ή παραπέμποντας ένα θέμα σε κατάλληλο οργανισμό)

    συνώνυμο:
  • παραπομπή