Translation meaning & definition of the word "referendum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δημοψήφισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Referendum
[Δημοψήφισμα]/rɛfərɛndəm/
noun
1. A legislative act is referred for final approval to a popular vote by the electorate
- synonym:
- referendum
1. Μια νομοθετική πράξη παραπέμπεται για την τελική έγκριση σε μια λαϊκή ψήφο από το εκλογικό σώμα
- συνώνυμο:
- δημοψήφισμα
Examples of using
In any case, you need to vote "yes" in the February 100th referendum.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ψηφίσετε "ναι" στο δημοψήφισμα της 100ης Φεβρουαρίου.
Kilby applied Emmet's theory to his investigation of the referendum held in Greece in 100.
Ο Κίλμπι εφάρμοσε τη θεωρία του Έμετ στην έρευνά του για το δημοψήφισμα που διεξήχθη στην Ελλάδα το 100.
In any case, you need to vote "yes" in the February 18th referendum.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ψηφίσετε "ναι" στο δημοψήφισμα της 18ης Φεβρουαρίου.