Translation meaning & definition of the word "referee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβιβάζεται" στην ελληνική γλώσσα
Referee
[Διαιτητήσ]noun
1. (sports) the chief official (as in boxing or american football) who is expected to ensure fair play
- synonym:
- referee ,
- ref
1. (σπορ) ο επικεφαλής αξιωματούχος (ας στην πυγμαχία ή το αμερικανικό ποδόσφαιρο) που αναμένεται να εξασφαλίσει δίκαιο παιχνίδι
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ ,
- ανακατασκευή
2. Someone who reads manuscripts and judges their suitability for publication
- synonym:
- reviewer ,
- referee ,
- reader
2. Κάποιος που διαβάζει χειρόγραφα και κρίνει την καταλληλότητά τους για δημοσίευση
- συνώνυμο:
- κριτής ,
- διαιτητήσ ,
- αναγνώστης
3. An attorney appointed by a court to investigate and report on a case
- synonym:
- referee
3. Δικηγόρος που διορίζεται από δικαστήριο για τη διερεύνηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με μια υπόθεση
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ
verb
1. Be a referee or umpire in a sports competition
- synonym:
- referee ,
- umpire
1. Να είστε διαιτητής ή διαιτητής σε αθλητικό διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ
2. Evaluate professionally a colleague's work
- synonym:
- referee ,
- peer review
2. Αξιολογήστε επαγγελματικά την εργασία ενός συναδέλφου
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ ,
- αξιολόγηση από ομοτίμους