Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "referee" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "διαιτητής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Referee

[Διαιτητής]
/rɛfəri/

noun

1. (sports) the chief official (as in boxing or american football) who is expected to ensure fair play

    synonym:
  • referee
  • ,
  • ref

1. (αθλητισμός) ο επικεφαλής αξιωματούχος (όπως στην πυγμαχία ή το αμερικανικό ποδόσφαιρο) που αναμένεται να εξασφαλίσει δίκαιο παιχνίδι

    συνώνυμο:
  • διαιτητής
  • ,
  • αναφ

2. Someone who reads manuscripts and judges their suitability for publication

    synonym:
  • reviewer
  • ,
  • referee
  • ,
  • reader

2. Κάποιος που διαβάζει χειρόγραφα και κρίνει την καταλληλότητά τους για δημοσίευση

    συνώνυμο:
  • κριτήσ
  • ,
  • διαιτητής
  • ,
  • αναγνώστης

3. An attorney appointed by a court to investigate and report on a case

    synonym:
  • referee

3. Δικηγόρος που διορίζεται από δικαστήριο για να ερευνήσει και να αναφέρει μια υπόθεση

    συνώνυμο:
  • διαιτητής

verb

1. Be a referee or umpire in a sports competition

    synonym:
  • referee
  • ,
  • umpire

1. Να είστε διαιτητής ή διαιτητής σε αθλητικό διαγωνισμό

    συνώνυμο:
  • διαιτητής

2. Evaluate professionally a colleague's work

    synonym:
  • referee
  • ,
  • peer review

2. Αξιολογήστε επαγγελματικά τη δουλειά ενός συναδέλφου

    συνώνυμο:
  • διαιτητής
  • ,
  • αξιολόγηση από ομοτίμους

Examples of using

The referee must be fair to both teams.
Ο διαιτητής πρέπει να είναι δίκαιος και για τις δύο ομάδες.