Translation meaning & definition of the word "ref" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "στην ελληνική γλώσσα"
English⟶Greek
Ref
[Αναθεωρητικόσ]/rɛf/
noun
1. (sports) the chief official (as in boxing or american football) who is expected to ensure fair play
- synonym:
- referee ,
- ref
1. (σπορ) ο επικεφαλής αξιωματούχος (ας στην πυγμαχία ή το αμερικανικό ποδόσφαιρο) που αναμένεται να εξασφαλίσει δίκαιο παιχνίδι
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ ,
- ανακατασκευή