Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "reel" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κύλινδρος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Reel

[Καρούλι]
/ril/

noun

1. A roll of photographic film holding a series of frames to be projected by a movie projector

    synonym:
  • reel

1. Ένα ρολό φωτογραφικού φιλμ που κρατά μια σειρά από καρέ που θα προβληθούν από έναν προβολέα ταινιών

    συνώνυμο:
  • εξέλικτρο

2. Music composed for dancing a reel

    synonym:
  • reel

2. Μουσική που συντίθεται για χορό ενός κυλίνδρου

    συνώνυμο:
  • εξέλικτρο

3. Winder consisting of a revolving spool with a handle

  • Attached to a fishing rod
    synonym:
  • reel

3. Κουρδιστήρι που αποτελείται από περιστρεφόμενο καρούλι με λαβή

  • Προσαρτημένο σε καλάμι ψαρέματος
    συνώνυμο:
  • εξέλικτρο

4. A winder around which thread or tape or film or other flexible materials can be wound

    synonym:
  • bobbin
  • ,
  • spool
  • ,
  • reel

4. Ένα κουρδιστήρι γύρω από το οποίο μπορεί να τυλιχτεί νήμα ή ταινία ή φιλμ ή άλλα εύκαμπτα υλικά

    συνώνυμο:
  • μασούρι
  • ,
  • περιστροφή
  • ,
  • εξέλικτρο

5. A lively dance of scottish highlanders

  • Marked by circular moves and gliding steps
    synonym:
  • reel
  • ,
  • Scottish reel

5. Ένας ζωηρός χορός των σκωτσέζων χάιλαντερς

  • Σημειώνεται με κυκλικές κινήσεις και βήματα ολίσθησης
    συνώνυμο:
  • εξέλικτρο
  • ,
  • Σκωτσέζικο καρούλι

6. An american country dance which starts with the couples facing each other in two lines

    synonym:
  • Virginia reel
  • ,
  • reel

6. Ένας αμερικανικός χορός κάντρι που ξεκινά με τα ζευγάρια αντιμέτωπα σε δύο γραμμές

    συνώνυμο:
  • Καρούλι Βιρτζίνια
  • ,
  • εξέλικτρο

verb

1. Walk as if unable to control one's movements

  • "The drunken man staggered into the room"
    synonym:
  • stagger
  • ,
  • reel
  • ,
  • keel
  • ,
  • lurch
  • ,
  • swag
  • ,
  • careen

1. Περπατήστε σαν να μην μπορείτε να ελέγξετε τις κινήσεις κάποιου

  • "Ο μεθυσμένος άντρας τρεκλίστηκε στο δωμάτιο"
    συνώνυμο:
  • τρεκλίζω
  • ,
  • εξέλικτρο
  • ,
  • καρίνα
  • ,
  • χλωρό κελάρι
  • ,
  • τρελόσ
  • ,
  • careen

2. Revolve quickly and repeatedly around one's own axis

  • "The dervishes whirl around and around without getting dizzy"
    synonym:
  • spin
  • ,
  • spin around
  • ,
  • whirl
  • ,
  • reel
  • ,
  • gyrate

2. Περιστραφείτε γρήγορα και επανειλημμένα γύρω από τον δικό σας άξονα

  • "Οι δερβίσηδες στροβιλίζονται γύρω-γύρω χωρίς να ζαλίζονται"
    συνώνυμο:
  • περιστροφή
  • ,
  • περιστρέφομαι
  • ,
  • στροβιλίζω
  • ,
  • εξέλικτρο
  • ,
  • γυρωτικό

3. Wind onto or off a reel

    synonym:
  • reel

3. Ανεμοδείξτε πάνω ή έξω από έναν κύλινδρο

    συνώνυμο:
  • εξέλικτρο