Translation meaning & definition of the word "reek" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reek
[Καταφεύγω]/rik/
noun
1. A distinctive odor that is offensively unpleasant
- synonym:
- malodor ,
- malodour ,
- stench ,
- stink ,
- reek ,
- fetor ,
- foetor ,
- mephitis
1. Μια διακριτική οσμή που είναι επιθετικά δυσάρεστη
- συνώνυμο:
- απαλλοτρίωση ,
- δυσοσμία ,
- δυσωδία ,
- βρωμάει ,
- περιπλέκω ,
- φέρνων ,
- έμβρυο ,
- μεφίτιδα
verb
1. Have an element suggestive (of something)
- "His speeches smacked of racism"
- "This passage smells of plagiarism"
- synonym:
- smack ,
- reek ,
- smell
1. Έχετε ένα στοιχείο που υποδηλώνει κάτι (
- "Οι ομιλίες του καταστράφηκαν από ρατσισμό"
- "Αυτό το απόσπασμα μυρίζει λογοκλοπή"
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- περιπλέκω ,
- μυρωδιά
2. Smell badly and offensively
- "The building reeks of smoke"
- synonym:
- reek ,
- stink
2. Μυρίζει άσχημα και επιθετικά
- "Το κτίριο των εβδομάδων καπνού"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- βρωμάει
3. Be wet with sweat or blood, as of one's face
- synonym:
- reek ,
- fume
3. Να είστε βρεγμένοι με ιδρώτα ή αίμα, όπως το πρόσωπό σας
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- απατεώνασ
4. Give off smoke, fumes, warm vapour, steam, etc.
- "Marshes reeking in the sun"
- synonym:
- reek
4. Εκπέμπουν καπνό, αναθυμιάσεις, θερμούς ατμούς, ατμό, κ.λπ.
- "Βάλσαμα που αναβλύζει στον ήλιο"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω