Translation meaning & definition of the word "reef" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνικά" στην ελληνική γλώσσα
Reef
[Ύφασμα]noun
1. A submerged ridge of rock or coral near the surface of the water
- synonym:
- reef
1. Μια βυθισμένη κορυφογραμμή από βράχο ή κοράλλι κοντά στην επιφάνεια του νερού
- συνώνυμο:
- ύφαλος
2. A rocky region in the southern transvaal in northeastern south africa
- Contains rich gold deposits and coal and manganese
- synonym:
- Witwatersrand ,
- Rand ,
- Reef
2. Μια βραχώδης περιοχή στο νότιο τρανσβάαλ στη βορειοανατολική νότια αφρική
- Περιέχει πλούσια κοιτάσματα χρυσού και άνθρακα και μαγγάνιο
- συνώνυμο:
- Γουίτγουατερσαρντ ,
- Ραντ ,
- Ύφασμα
3. One of several strips across a sail that can be taken in or rolled up to lessen the area of the sail that is exposed to the wind
- synonym:
- reef
3. Μία από τις πολλές λωρίδες σε ένα πανί που μπορεί να ληφθεί ή να τυλιχτεί για να μειώσει την περιοχή του πανιού που εκτίθε
- συνώνυμο:
- ύφαλος
verb
1. Lower and bring partially inboard
- "Reef the sailboat's mast"
- synonym:
- reef
1. Χαμηλώστε και φέρτε μερικώς ενσωματωμένο
- "Στον ιστό του ιστιοφόρου"
- συνώνυμο:
- ύφαλος
2. Roll up (a portion of a sail) in order to reduce its area
- synonym:
- reef
2. Ανεβείτε ( μερίδα από ένα πανί) για να μειώσετε την περιοχή του
- συνώνυμο:
- ύφαλος
3. Reduce (a sail) by taking in a reef
- synonym:
- reef
3. Μειώστε το (α παίρνοντας σε έναν ύφαλο
- συνώνυμο:
- ύφαλος