Translation meaning & definition of the word "redundant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μείωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redundant
[Επαναχρησιμοποίησησ]/rɪdəndənt/
adjective
1. More than is needed, desired, or required
- "Trying to lose excess weight"
- "Found some extra change lying on the dresser"
- "Yet another book on heraldry might be thought redundant"
- "Skills made redundant by technological advance"
- "Sleeping in the spare room"
- "Supernumerary ornamentation"
- "It was supererogatory of her to gloat"
- "Delete superfluous (or unnecessary) words"
- "Extra ribs as well as other supernumerary internal parts"
- "Surplus cheese distributed to the needy"
- synonym:
- excess ,
- extra ,
- redundant ,
- spare ,
- supererogatory ,
- superfluous ,
- supernumerary ,
- surplus
1. Περισσότερα από όσα χρειάζονται, επιθυμούν ή απαιτούνται
- "Προσπαθώντας να χάσετε το υπερβολικό βάρος"
- "Βρήκε κάποια επιπλέον αλλαγή που βρίσκεται στη συρταριέρα"
- "Ακόμα ένα βιβλίο για την εραλδική μπορεί να θεωρηθεί περιττό"
- "Δεξιότητες που απολύονται από την τεχνολογική πρόοδο"
- "Κοιμάται στο εφεδρικό δωμάτιο"
- "Υπεραριθμητική διακόσμηση"
- "Ήταν υπεραναγνώριση της για να την παραφωνήσει"
- "Διαγράψτε περιττές (ή περιττές ) λέξεις"
- "Επιπλέον πλευρές καθώς και άλλα υπεράριθμα εσωτερικά μέρη"
- "Το τυρί πλεόνασμα διανέμεται στους άπορους"
- συνώνυμο:
- υπερβολή ,
- επιπλέον ,
- απολυταρχικόσ ,
- ανταλλακτικό ,
- υπεραναγωγική ,
- περιττός ,
- υπεράριθμοσ ,
- πλεονάζον
2. Repetition of same sense in different words
- "`a true fact' and `a free gift' are pleonastic expressions"
- "The phrase `a beginner who has just started' is tautological"
- "At the risk of being redundant i return to my original proposition"- j.b.conant
- synonym:
- pleonastic ,
- redundant ,
- tautologic ,
- tautological
2. Επανάληψη της ίδιας έννοιας με διαφορετικές λέξεις
- "Ένα αληθινό γεγονός και `ένα δωρεάν δώρο' είναι πλεοναστικές εκφράσεις"
- "Η φράση `ένας αρχάριος που μόλις ξεκίνησε είναι ταυτολογική"
- "Με τον κίνδυνο να περιττώ επιστρέφω στην αρχική μου πρόταση"- τζ.μπ. κόναντ
- συνώνυμο:
- πλεοναστικόσ ,
- απολυταρχικόσ ,
- ταυτολογική
Examples of using
It's redundant.
Είναι περιττό.
Tom was made redundant.
Ο Τομ απολύθηκε.
It's redundant.
Είναι περιττό.