Translation meaning & definition of the word "redouble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redouble
[Διπλασιάζω]/ridəbəl/
verb
1. Double in magnitude, extent, or intensity
- "The enemy redoubled their screaming on the radio"
- synonym:
- redouble
1. Διπλό σε μέγεθος, έκταση ή ένταση
- "Ο εχθρός επαναδιπλώνει τις κραυγές τους στο ραδιόφωνο"
- συνώνυμο:
- διπλασιάζω
2. Double again
- "The noise doubled and redoubled"
- synonym:
- redouble
2. Διπλό ξανά
- "Ο θόρυβος διπλασιάστηκε και επαναδιπλασιάστηκε"
- συνώνυμο:
- διπλασιάζω
3. Make twice as great or intense
- "The screaming redoubled"
- synonym:
- redouble
3. Κάντε δύο φορές πιο μεγάλη ή έντονη
- "Οι κραυγές αναδιπλώθηκαν"
- συνώνυμο:
- διπλασιάζω