Translation meaning & definition of the word "redo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redo
[Ρεντο]/ridu/
verb
1. Make new
- "She is remaking her image"
- synonym:
- remake ,
- refashion ,
- redo ,
- make over
1. Κάνω νέο
- "Αναδιαμορφώνει την εικόνα της"
- συνώνυμο:
- ξαναφτιάχνω ,
- αναδιατύπωση ,
- επαναλαμβάνω ,
- ανακαλύπτω
2. Do over, as of (part of) a house
- "We are remodeling these rooms"
- synonym:
- remodel ,
- reconstruct ,
- redo
2. Κάντε πάνω, από (τμήμα του) ένα σπίτι
- "Ανακαινίζουμε αυτά τα δωμάτια"
- συνώνυμο:
- αναδιαμορφώνει ,
- ανακατασκευάζω ,
- επαναλαμβάνω
Examples of using
Any one of you want to come here and redo what I did?
Κάποιος από εσάς θέλει να έρθει εδώ και να επαναλάβει αυτό που έκανα?
I will not want to redo it.
Δεν θα θέλω να το ξανακάνω.