Translation meaning & definition of the word "redirect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατεύθυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redirect
[Ανακατευθύνω]/ridərɛkt/
verb
1. Channel into a new direction
- "Redirect your attention to the danger from the fundamentalists"
- synonym:
- redirect ,
- airt
1. Πηγαίνετε σε μια νέα κατεύθυνση
- "Ανακατευθύνετε την προσοχή σας στον κίνδυνο από τους φονταμενταλιστές"
- συνώνυμο:
- ανακατευθύνω ,
- αεροπορικώς