Translation meaning & definition of the word "redhead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερυθρόδερμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redhead
[Κοκκινομάλλα]/rɛdhɛd/
noun
1. Someone who has red hair
- synonym:
- redhead ,
- redheader ,
- red-header ,
- carrottop
1. Κάποιος που έχει κόκκινα μαλλιά
- συνώνυμο:
- κοκκινομάλλα ,
- κόκκινη κεφαλή ,
- καρότοπ
2. North american diving duck with a grey-and-black body and reddish-brown head
- synonym:
- redhead ,
- Aythya americana
2. Καταδυτική πάπια της βόρειας αμερικής με γκρι και μαύρο σώμα και κοκκινωπό-καφέ κεφάλι
- συνώνυμο:
- κοκκινομάλλα ,
- Αμερικάνα
3. Black-and-white north american woodpecker having a red head and neck
- synonym:
- redheaded woodpecker ,
- redhead ,
- Melanerpes erythrocephalus
3. Ασπρόμαυρος δρυοκολάπτης της βόρειας αμερικής με κόκκινο κεφάλι και λαιμό
- συνώνυμο:
- κοκκινομάλλης δρυοκολάπτης ,
- κοκκινομάλλα ,
- Ερυθροκύπτουσα μελανέρπη