Translation meaning & definition of the word "redemption" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαγορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redemption
[Εξαγορά]/rɪdɛmpʃən/
noun
1. (theology) the act of delivering from sin or saving from evil
- synonym:
- redemption ,
- salvation
1. (θεολογία) η πράξη της απελευθέρωσης από την αμαρτία ή της σωτηρίας από το κακό
- συνώνυμο:
- εξόφληση ,
- σωτηρία
2. Repayment of the principal amount of a debt or security at or before maturity (as when a corporation repurchases its own stock)
- synonym:
- redemption
2. Αποπληρωμή του κύριου ποσού ενός χρέους ή εγγύησης πριν από τη λήξη (α όταν μια εταιρεία επαναγοράζει το δικό της απόθεμα)
- συνώνυμο:
- εξόφληση
3. The act of purchasing back something previously sold
- synonym:
- redemption ,
- repurchase ,
- buyback
3. Η πράξη της αγοράς κάτι που πωλήθηκε προηγουμένως
- συνώνυμο:
- εξόφληση ,
- επαναγορά ,
- επαναπροώθηση