Translation meaning & definition of the word "redeem" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαργύρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Redeem
[Λυτρώνω]/rɪdim/
verb
1. Save from sins
- synonym:
- deliver ,
- redeem ,
- save
1. Σώστε από τις αμαρτίες
- συνώνυμο:
- παραδίδω ,
- εξαργυρώνω ,
- αποθηκεύω
2. Restore the honor or worth of
- synonym:
- redeem
2. Αποκαταστήστε την τιμή ή την αξία του
- συνώνυμο:
- εξαργυρώνω
3. To turn in (vouchers or coupons) and receive something in exchange
- synonym:
- redeem
3. Για να γυρίσετε σε (κουπόνια ή κουπόνια) και να λάβετε κάτι σε αντάλλαγμα
- συνώνυμο:
- εξαργυρώνω
4. Exchange or buy back for money
- Under threat
- synonym:
- ransom ,
- redeem
4. Ανταλλάξτε ή αγοράστε πίσω για χρήματα
- Υπό απειλή
- συνώνυμο:
- λύτρα ,
- εξαργυρώνω
5. Pay off (loans or promissory notes)
- synonym:
- redeem ,
- pay off
5. Εξοφλήστε τα ( δάνεια ή τις ακρωτηριακές σημειώσεις)
- συνώνυμο:
- εξαργυρώνω ,
- αποδίδω
6. Convert into cash
- Of commercial papers
- synonym:
- redeem
6. Μετατρέπω σε μετρητά
- Εμπορικά έγγραφα
- συνώνυμο:
- εξαργυρώνω