Translation meaning & definition of the word "recruit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recruit
[Προσλήψεισ]/rəkrut/
noun
1. A recently enlisted soldier
- synonym:
- recruit ,
- military recruit
1. Ένας πρόσφατα στρατιώτης
- συνώνυμο:
- προσλαμβάνω ,
- στρατιωτική πρόσληψη
2. Any new member or supporter (as in the armed forces)
- synonym:
- recruit ,
- enlistee
2. Οποιοδήποτε νέο μέλος ή υποστηρικτής (ας στις ένοπλες δυνάμεις)
- συνώνυμο:
- προσλαμβάνω ,
- ενταξιακό
verb
1. Register formally as a participant or member
- "The party recruited many new members"
- synonym:
- enroll ,
- inscribe ,
- enter ,
- enrol ,
- recruit
1. Εγγραφείτε επίσημα ως συμμετέχων ή μέλος
- "Το κόμμα προσέλαβε πολλά νέα μέλη"
- συνώνυμο:
- εγγραφώ ,
- εγγράφω ,
- εισάγω ,
- προσλαμβάνω
2. Seek to employ
- "The lab director recruited an able crew of assistants"
- synonym:
- recruit
2. Επιδιώκω να απασχολώ
- "Ο διευθυντής του εργαστηρίου προσέλαβε ένα ικανό πλήρωμα βοηθών"
- συνώνυμο:
- προσλαμβάνω
3. Cause to assemble or enlist in the military
- "Raise an army"
- "Recruit new soldiers"
- synonym:
- recruit ,
- levy ,
- raise
3. Αιτία συναρμολόγησης ή κατάταξης στο στρατό
- "Αναβαθμίστε έναν στρατό"
- "Πρόσληψη νέων στρατιωτών"
- συνώνυμο:
- προσλαμβάνω ,
- εισφορά ,
- αυξάνω