Translation meaning & definition of the word "recreational" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναψυχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recreational
[Ψυχαγωγία]/rɛkrieʃənəl/
adjective
1. Of or relating to recreation
- "A recreational area with a pool and ball fields"
- synonym:
- recreational
1. Από ή σχετίζονται με την αναψυχή
- "Ένας χώρος αναψυχής με πισίνα και γήπεδα μπάλας"
- συνώνυμο:
- ψυχαγωγία
2. Engaged in as a pastime
- "An amateur painter"
- "Gained valuable experience in amateur theatricals"
- "Recreational golfers"
- "Reading matter that is both recreational and mentally stimulating"
- "Unpaid extras in the documentary"
- synonym:
- amateur ,
- recreational ,
- unpaid
2. Ασχολείται ως χόμπι
- "Ερασιτέχνης ζωγράφος"
- "Απέκτησε πολύτιμη εμπειρία σε ερασιτεχνικά θεατρικά έργα"
- "Αναψυκτικοί παίκτες γκολφ"
- "Ανάγνωση ύλης που είναι τόσο ψυχαγωγική όσο και διανοητική διέγερση"
- "Μη αμειβόμενα επιπλέον στο ντοκιμαντέρ"
- συνώνυμο:
- ερασιτέχνης ,
- ψυχαγωγία ,
- απλήρωτοσ