Translation meaning & definition of the word "recreate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recreate
[Αναδημιουργώ]/rɛkriet/
verb
1. Give new life or energy to
- "A hot soup will revive me"
- "This will renovate my spirits"
- "This treatment repaired my health"
- synonym:
- animate ,
- recreate ,
- reanimate ,
- revive ,
- renovate ,
- repair ,
- quicken ,
- vivify ,
- revivify
1. Δώστε νέα ζωή ή ενέργεια στο
- "Μια ζεστή σούπα θα με αναζωογονήσει"
- "Αυτό θα ανακαινίσει το πνεύμα μου"
- "Αυτή η θεραπεία επισκεύασε την υγεία μου"
- συνώνυμο:
- ζωντανεύω ,
- αναδημιουργώ ,
- επαναδιατυπώνω ,
- αναβιώνω ,
- ανακαινίζω ,
- επισκευή ,
- επιταχύνω ,
- ζωογονώ ,
- αναζωογονώ
2. Engage in recreational activities rather than work
- Occupy oneself in a diversion
- "On weekends i play"
- "The students all recreate alike"
- synonym:
- play ,
- recreate
2. Εμπλακείτε σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες αντί να εργάζεστε
- Απασχολώ
- "Τα σαββατοκύριακα παίζω"
- "Όλοι οι μαθητές αναδημιουργούν το ίδιο"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- αναδημιουργώ
3. Give encouragement to
- synonym:
- cheer ,
- hearten ,
- recreate ,
- embolden
3. Ενθαρρύνω
- συνώνυμο:
- χαρούμενοσ ,
- ενθαρρύνω ,
- αναδημιουργώ
4. Create anew
- "She recreated the feeling of the 1920's with her stage setting"
- synonym:
- recreate
4. Δημιουργώ εκ νέου
- "Αναδημιούργησε την αίσθηση της δεκαετίας του 1920 με το σκηνικό της"
- συνώνυμο:
- αναδημιουργώ