Translation meaning & definition of the word "recourse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσφυγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recourse
[Προσφυγή]/rikɔrs/
noun
1. Act of turning to for assistance
- "Have recourse to the courts"
- "An appeal to his uncle was his last resort"
- synonym:
- recourse ,
- resort ,
- refuge
1. Πράξη στροφής για βοήθεια
- "Προσφύγετε στα δικαστήρια"
- "Μια έκκληση προς τον θείο του ήταν η τελευταία του λύση"
- συνώνυμο:
- προσφυγή ,
- θέρετρο ,
- καταφύγιο
2. Something or someone turned to for assistance or security
- "His only recourse was the police"
- "Took refuge in lying"
- synonym:
- recourse ,
- refuge ,
- resort
2. Κάτι ή κάποιος στράφηκε για βοήθεια ή ασφάλεια
- "Η μόνη προσφυγή του ήταν η αστυνομία"
- "Βρήκα καταφύγιο στο ψέμα"
- συνώνυμο:
- προσφυγή ,
- καταφύγιο ,
- θέρετρο