Translation meaning & definition of the word "recoup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναψυχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recoup
[Ανακεφαλαιώ]/rɪkup/
verb
1. Reimburse or compensate (someone), as for a loss
- synonym:
- recoup ,
- reimburse
1. Επιστροφή ή αντιστάθμιση (αποϊσον), όπως για μια απώλεια
- συνώνυμο:
- ανακτώ ,
- επιστρέφω
2. Regain or make up for
- "Recuperate one's losses"
- synonym:
- recover ,
- recoup ,
- recuperate
2. Ανακτήστε ή αναπληρώστε
- "Ανακτήστε τις απώλειες"
- συνώνυμο:
- ανακτώ
3. Retain and refrain from disbursing
- Of payments
- "My employer is withholding taxes"
- synonym:
- withhold ,
- deduct ,
- recoup
3. Διατηρήστε και αποφύγετε την εκταμίευση
- Πληρωμές
- "Ο εργοδότης μου παρακρατεί φόρους"
- συνώνυμο:
- απαρνητικός ,
- αφαιρώ ,
- ανακτώ