Translation meaning & definition of the word "reconstruction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανασυγκρότηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reconstruction
[Ανασυγκρότηση]/rikənstrəkʃən/
noun
1. The period after the american civil war when the southern states were reorganized and reintegrated into the union
- 1865-1877
- synonym:
- Reconstruction ,
- Reconstruction Period
1. Η περίοδος μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, όταν τα νότια κράτη αναδιοργανώθηκαν και επανεντάχθηκαν στην ένωση
- 1865-1877
- συνώνυμο:
- Ανασυγκρότηση ,
- Περίοδος ανασυγκρότησης
2. The activity of constructing something again
- synonym:
- reconstruction
2. Η δραστηριότητα της κατασκευής κάτι ξανά
- συνώνυμο:
- ανακατασκευή
3. An interpretation formed by piecing together bits of evidence
- synonym:
- reconstruction
3. Μια ερμηνεία που σχηματίζεται με την ενοποίηση κομματιών αποδεικτικών στοιχείων
- συνώνυμο:
- ανακατασκευή
4. Recall that is hypothesized to work by storing abstract features which are then used to construct the memory during recall
- synonym:
- reconstruction ,
- reconstructive memory
4. Ανάκληση που υποτίθεται ότι λειτουργεί με την αποθήκευση αφηρημένων χαρακτηριστικών που χρησιμοποιούνται για την ανάκληση
- συνώνυμο:
- ανακατασκευή ,
- επανορθωτική μνήμη