Translation meaning & definition of the word "reconstruct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανασυγκρότηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reconstruct
[Ανασυγκροτώ]/rikənstrəkt/
verb
1. Reassemble mentally
- "Reconstruct the events of 20 years ago"
- synonym:
- reconstruct ,
- construct ,
- retrace
1. Επανασυναρμολογήστε ψυχικά
- "Ανακατασκευάστε τα γεγονότα πριν από 20 χρόνια"
- συνώνυμο:
- ανακατασκευάζω ,
- κατασκευάζω ,
- επαναλαμβάνω
2. Build again
- "The house was rebuild after it was hit by a bomb"
- synonym:
- rebuild ,
- reconstruct
2. Χτίστε ξανά
- "Το σπίτι ξαναχτίστηκε αφού χτυπήθηκε από βόμβα"
- συνώνυμο:
- ανακατασκευή ,
- ανακατασκευάζω
3. Cause somebody to adapt or reform socially or politically
- synonym:
- reconstruct
3. Να κάνει κάποιον να προσαρμοστεί ή να μεταρρυθμιστεί κοινωνικά ή πολιτικά
- συνώνυμο:
- ανακατασκευάζω
4. Return to its original or usable and functioning condition
- "Restore the forest to its original pristine condition"
- synonym:
- restore ,
- reconstruct
4. Επιστροφή στην αρχική ή χρήσιμη και λειτουργική του κατάσταση
- "Επαναφέρετε το δάσος στην αρχική του παρθένα κατάσταση"
- συνώνυμο:
- επαναφορά ,
- ανακατασκευάζω
5. Do over, as of (part of) a house
- "We are remodeling these rooms"
- synonym:
- remodel ,
- reconstruct ,
- redo
5. Κάντε πάνω, από (τμήμα του) ένα σπίτι
- "Ανακαινίζουμε αυτά τα δωμάτια"
- συνώνυμο:
- αναδιαμορφώνει ,
- ανακατασκευάζω ,
- επαναλαμβάνω