Translation meaning & definition of the word "reconcile" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "συμφιλίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reconcile
[Συμφιλιώνω]/rɛkənsaɪl/
verb
1. Make (one thing) compatible with (another)
- "The scientists had to accommodate the new results with the existing theories"
- synonym:
- accommodate ,
- reconcile ,
- conciliate
1. Κάντε (ένα πράγμα) συμβατό με (ένα άλλο)
- "Οι επιστήμονες έπρεπε να προσαρμόσουν τα νέα αποτελέσματα με τις υπάρχουσες θεωρίες"
- συνώνυμο:
- φιλοξενώ ,
- συμφιλιώνομαι ,
- συμβιβαστεί
2. Bring into consonance or accord
- "Harmonize one's goals with one's abilities"
- synonym:
- harmonize ,
- harmonise ,
- reconcile
2. Φέρτε σε συμφωνία ή συμφωνία
- "Εναρμονίσει κανείς τους στόχους του με τις ικανότητές του"
- συνώνυμο:
- εναρμονίζω ,
- συμφιλιώνομαι
3. Come to terms
- "After some discussion we finally made up"
- synonym:
- reconcile ,
- patch up ,
- make up ,
- conciliate ,
- settle
3. Συμβιβαστείτε
- "Μετά από κάποια συζήτηση επιτέλους φτιάξαμε"
- συνώνυμο:
- συμφιλιώνομαι ,
- επιδιορθώνω ,
- αποτελώ ,
- συμβιβαστεί ,
- τακτοποιώ
4. Accept as inevitable
- "He resigned himself to his fate"
- synonym:
- resign ,
- reconcile ,
- submit
4. Αποδεχτείτε ως αναπόφευκτο
- "Παραιτήθηκε από τη μοίρα του"
- συνώνυμο:
- παραιτηθεί ,
- συμφιλιώνομαι ,
- υποβάλλω
Examples of using
How is it possible to reconcile work and private life?
Πώς είναι δυνατόν να συμβιβάσουμε την εργασία και την ιδιωτική ζωή;
My mother attempted to reconcile the couple.
Η μητέρα μου προσπάθησε να συμφιλιώσει το ζευγάρι.
He will reconcile their dispute.
Θα συμβιβάσει τη διαμάχη τους.