Translation meaning & definition of the word "reclusive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκλεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reclusive
[Αποκατάσταση]/rɪklusɪv/
adjective
1. Withdrawn from society
- Seeking solitude
- "Lived an unsocial reclusive life"
- synonym:
- recluse ,
- reclusive ,
- withdrawn
1. Αποχώρησε από την κοινωνία
- Αναζητώντας τη μοναξιά
- "Ζούσε μια μη κοινωνική απομονωμένη ζωή"
- συνώνυμο:
- ανακλινόμενοσ ,
- απομονωμένοσ ,
- αποσύρθηκε
2. Providing privacy or seclusion
- "The cloistered academic world of books"
- "Sat close together in the sequestered pergola"
- "Sitting under the reclusive calm of a shade tree"
- "A secluded romantic spot"
- synonym:
- cloistered ,
- reclusive ,
- secluded ,
- sequestered
2. Παροχή ιδιωτικότητας ή απομόνωσης
- "Ο μοναδικός ακαδημαϊκός κόσμος των βιβλίων"
- "Καθίστε κοντά στην ακολουθούμενη πέργκολα"
- "Κάθεται κάτω από την απομονωμένη ηρεμία ενός δέντρου σκιάς"
- "Ένα απομονωμένο ρομαντικό σημείο"
- συνώνυμο:
- κλειστόσ ,
- απομονωμένοσ ,
- απομονωμένος ,
- ακολουθήσει