Translation meaning & definition of the word "recluse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακλήσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recluse
[Ανακλώ]/rɪklus/
noun
1. One who lives in solitude
- synonym:
- hermit ,
- recluse ,
- solitary ,
- solitudinarian ,
- troglodyte
1. Αυτός που ζει στη μοναξιά
- συνώνυμο:
- ερημίτης ,
- ανακλινόμενοσ ,
- μοναχικός ,
- διαμεσολαβητήσ ,
- τρογλωσσίτησ
adjective
1. Withdrawn from society
- Seeking solitude
- "Lived an unsocial reclusive life"
- synonym:
- recluse ,
- reclusive ,
- withdrawn
1. Αποχώρησε από την κοινωνία
- Αναζητώντας τη μοναξιά
- "Ζούσε μια μη κοινωνική απομονωμένη ζωή"
- συνώνυμο:
- ανακλινόμενοσ ,
- απομονωμένοσ ,
- αποσύρθηκε