Translation meaning & definition of the word "reckoning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυαγήσει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reckoning
[Επανακερματισμό]/rɛkənɪŋ/
noun
1. Problem solving that involves numbers or quantities
- synonym:
- calculation ,
- computation ,
- figuring ,
- reckoning
1. Επίλυση προβλημάτων που περιλαμβάνει αριθμούς ή ποσότητες
- συνώνυμο:
- υπολογισμός ,
- υπολογίζοντασ
2. A bill for an amount due
- synonym:
- reckoning ,
- tally
2. Ένα λογαριασμό για ένα οφειλόμενο ποσό
- συνώνυμο:
- υπολογίζοντασ ,
- τακτοποιημένα
3. The act of counting
- Reciting numbers in ascending order
- "The counting continued for several hours"
- synonym:
- count ,
- counting ,
- numeration ,
- enumeration ,
- reckoning ,
- tally
3. Η πράξη της μέτρησης
- Απαγγελία αριθμών με αύξουσα σειρά
- "Η καταμέτρηση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες"
- συνώνυμο:
- αριθμεί ,
- μέτρηση ,
- αρίθμηση ,
- απαρίθμηση ,
- υπολογίζοντασ ,
- τακτοποιημένα
Examples of using
You're off in your reckoning.
Είσαι μακριά στον υπολογισμό σου.