Translation meaning & definition of the word "recite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recite
[Απαγγέλλω]/rəsaɪt/
verb
1. Recite in elocution
- synonym:
- declaim ,
- recite
1. Απαγγέλλω με έκλοπωση
- συνώνυμο:
- αποχαιρετώ ,
- απαγγέλλω
2. Repeat aloud from memory
- "She recited a poem"
- "The pupil recited his lesson for the day"
- synonym:
- recite
2. Επαναλάβετε δυνατά από τη μνήμη
- "Απήγγειλε ένα ποίημα"
- "Ο μαθητής απαγγέλλει το μάθημά του για την ημέρα"
- συνώνυμο:
- απαγγέλλω
3. Render verbally, "recite a poem"
- "Retell a story"
- synonym:
- recite ,
- retell
3. Αποδώστε προφορικά, "επαναλάβετε ένα ποίημα"
- "Πες μου μια ιστορία"
- συνώνυμο:
- απαγγέλλω ,
- επαναλαμβάνω
4. Narrate or give a detailed account of
- "Tell what happened"
- "The father told a story to his child"
- synonym:
- tell ,
- narrate ,
- recount ,
- recite
4. Αφηγηθείτε ή δώστε μια λεπτομερή αφήγηση
- "Πες μου τι έγινε"
- "Ο πατέρας είπε μια ιστορία στο παιδί του"
- συνώνυμο:
- λέω ,
- αφηγείσαι ,
- αναφέρω ,
- απαγγέλλω
5. Specify individually
- "She enumerated the many obstacles she had encountered"
- "The doctor recited the list of possible side effects of the drug"
- synonym:
- enumerate ,
- recite ,
- itemize ,
- itemise
5. Καθορίστε ξεχωριστά
- "Απαρίθμησε τα πολλά εμπόδια που είχε συναντήσει"
- "Ο γιατρός απήγγειλε τον κατάλογο των πιθανών παρενεργειών του φαρμάκου"
- συνώνυμο:
- απαριθμεί ,
- απαγγέλλω ,
- παρατίθεμαι ,
- αναλυτικό
Examples of using
I have to -- oh God oh great -- remember such a string of numbers, great famous Archimedes, help the suffering, give him the power, let him recite by heart those famous, and yet for us irritating, ah, numbers of Ludolph!
Πρέπει - ω Θεέ μου μεγάλε - να θυμάμαι μια τέτοια σειρά αριθμών, μεγάλους διάσημους Αρχιμήδη, να βοηθάω τα βάσανα, να του απαγγέλλω τη δύναμη, και όμως για μας ενοχλητικοί, αχ, αριθμοί του Λούντολφ!
I could recite the story by heart.
Θα μπορούσα να αφηγηθώ την ιστορία από καρδιάς.