Translation meaning & definition of the word "recitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγνώριση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recitation
[Απαγγελία]/rɛsəteʃən/
noun
1. Written matter that is recited from memory
- synonym:
- recitation
1. Γραπτή ύλη που απαγγέλλεται από τη μνήμη
- συνώνυμο:
- απαγγελία
2. A public instance of reciting or repeating (from memory) something prepared in advance
- "The program included songs and recitations of well-loved poems"
- synonym:
- recitation ,
- recital ,
- reading
2. Ένα δημόσιο παράδειγμα απαγγελίας ή επανάληψης (από τη μνήμη) κάτι προετοιμάστηκε εκ των προτέρων
- "Το πρόγραμμα περιελάμβανε τραγούδια και απαγγελίες καλά αγαπημένων ποιημάτων"
- συνώνυμο:
- απαγγελία ,
- αιτιολογική σκέψη ,
- ανάγνωση
3. A regularly scheduled session as part of a course of study
- synonym:
- course session ,
- class period ,
- recitation
3. Μια τακτικά προγραμματισμένη συνεδρία ως μέρος ενός κύκλου σπουδών
- συνώνυμο:
- συνεδρίαση μαθήματος ,
- περίοδος τάξης ,
- απαγγελία
4. Systematic training by multiple repetitions
- "Practice makes perfect"
- synonym:
- exercise ,
- practice ,
- drill ,
- practice session ,
- recitation
4. Συστηματική εκπαίδευση με πολλαπλές επαναλήψεις
- "Η πρακτική κάνει τέλεια"
- συνώνυμο:
- άσκηση ,
- πρακτική ,
- τρυπάνι ,
- πρακτική συνεδρία ,
- απαγγελία
Examples of using
The teacher noted several mistakes in my recitation.
Ο δάσκαλος σημείωσε πολλά λάθη στην απαγγελία μου.