Translation meaning & definition of the word "recital" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιτιολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recital
[Αιτιολογική]/rəsaɪtəl/
noun
1. The act of giving an account describing incidents or a course of events
- "His narration was hesitant"
- synonym:
- narration ,
- recital ,
- yarn
1. Η πράξη της χορήγησης λογαριασμού που περιγράφει περιστατικά ή μια πορεία γεγονότων
- "Η αφήγησή του ήταν διστακτική"
- συνώνυμο:
- αφήγηση ,
- αιτιολογική σκέψη ,
- νήμα
2. Performance of music or dance especially by soloists
- synonym:
- recital
2. Παράσταση μουσικής ή χορού ειδικά από σολίστ
- συνώνυμο:
- αιτιολογική σκέψη
3. A public instance of reciting or repeating (from memory) something prepared in advance
- "The program included songs and recitations of well-loved poems"
- synonym:
- recitation ,
- recital ,
- reading
3. Ένα δημόσιο παράδειγμα απαγγελίας ή επανάληψης (από τη μνήμη) κάτι προετοιμάστηκε εκ των προτέρων
- "Το πρόγραμμα περιελάμβανε τραγούδια και απαγγελίες καλά αγαπημένων ποιημάτων"
- συνώνυμο:
- απαγγελία ,
- αιτιολογική σκέψη ,
- ανάγνωση
4. A detailed statement giving facts and figures
- "His wife gave a recital of his infidelities"
- synonym:
- recital
4. Μια λεπτομερής δήλωση που δίνει γεγονότα και αριθμούς
- "Η σύζυγός του έδωσε ένα ρεσιτάλ των απιστίες του"
- συνώνυμο:
- αιτιολογική σκέψη
5. A detailed account or description of something
- "He was forced to listen to a recital of his many shortcomings"
- synonym:
- recital
5. Λεπτομερής αφήγηση ή περιγραφή κάποιου πράγματος
- "Αναγκάστηκε να ακούσει μια αιτιολογική σκέψη των πολλών ελλείψεών του"
- συνώνυμο:
- αιτιολογική σκέψη