Translation meaning & definition of the word "reciprocity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμοιβαιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reciprocity
[Αμοιβαιότητα]/rɛsɪprɑsɪti/
noun
1. A relation of mutual dependence or action or influence
- synonym:
- reciprocality ,
- reciprocity
1. Σχέση αμοιβαίας εξάρτησης ή δράσης ή επιρροής
- συνώνυμο:
- αμοιβαιότητα
2. Mutual exchange of commercial or other privileges
- synonym:
- reciprocity
2. Αμοιβαία ανταλλαγή εμπορικών ή άλλων προνομίων
- συνώνυμο:
- αμοιβαιότητα