Translation meaning & definition of the word "recipient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδέκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recipient
[Παραλήπτησ]/rəsɪpiənt/
noun
1. A person who receives something
- synonym:
- recipient ,
- receiver
1. Ένας άνθρωπος που λαμβάνει κάτι
- συνώνυμο:
- παραλήπτης ,
- δέκτησ
2. The semantic role of the animate entity that is passively involved in the happening denoted by the verb in the clause
- synonym:
- recipient role ,
- recipient
2. Ο σημασιολογικός ρόλος της έμψυχης οντότητας που εμπλέκεται παθητικά στο γεγονός που υποδηλώνει το ρήμα στη ρήτρα
- συνώνυμο:
- ρόλος παραλήπτη ,
- παραλήπτης