Translation meaning & definition of the word "recharge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναφόρτιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recharge
[Επαναφόρτιση]/riʧɑrʤ/
verb
1. Load anew
- "She reloaded the gun carefully"
- synonym:
- recharge ,
- reload
1. Φορτώνω εκ νέου
- "Άναψε προσεκτικά το όπλο"
- συνώνυμο:
- επαναφορά ,
- επαναφορτώνω
2. Charge anew
- "Recharge a battery"
- synonym:
- recharge
2. Χρεώνω εκ νέου
- "Επαναφορτίστε μια μπαταρία"
- συνώνυμο:
- επαναφορά